- κουβούκλης
- ο (Μ κουβούκλης)(εκκλησιαστικό αξίωμα)1. αξιωματούχος που ανήκε στην προσωπική υπηρεσία άρχοντα ή αρχιερέα και κοιμόταν στον κοιτώνα του2. αυτός που κρατούσε την αρχιερατική ράβδο όταν ο αρχιερέας βάδιζε ή ίππευε.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. λατ. προελεύσεως και συνδέεται πιθ. με τη λατ. λ. cubiculum «δωμάτιο»].
Dictionary of Greek. 2013.